εμβρυακός

εμβρυακός
εμβρυϊκός, ή , όν эмбриональный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εμβρυακός" в других словарях:

  • εμβρυακός — ή, ό βλ. εμβρυϊκός …   Dictionary of Greek

  • εμβρυακός — ή, ό βλ. εμβρυϊκός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμβρυϊκός — ή, ό και εμβρυακός, ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έμβρυο («εμβρυϊκά κύτταρα») …   Dictionary of Greek

  • κλιμενίδες — (clymeniidae). Οικογένεια αμμωνιτών, του φύλου των μαλακίων, που έχουν εκλείψει. Είχαν επίπεδο, δισκοειδές όστρακο, λείο ή με λεπτές γραμμές. Η γραμμή των ραφών είχε απλά σάγματα και λοβούς. Ο εμβρυακός τους θάλαμος ήταν ευρύσαγμος και το σιφώνιό …   Dictionary of Greek

  • εμβρυϊκός — εμβρυϊκός, ή, ό και εμβρυακός, ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στο έμβρυο, εμβρυώδης: Εμβρυακά κύτταρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»